ὀρφνίς

ὀρφνίς
ὀρφν-ίς, ίδος, , (ὀρφνός)
A a dark garment, dub. l. in Hsch.s.v. ὄρφνινον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορφνίς — ὀρφνίς, ίδος, ἡ (Α) [όρφνη] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μέλαν ἱμάτιον καὶ ὀρφνῶδες» …   Dictionary of Greek

  • παρορφνιδωτός — ή, όν Α (για χιτώνα) αυτός που έχει μαύρες παρυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρφνίς* ίδος» (< ὄρφνη «σκοτάδι») + κατάλ. ωτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”